- κοντόσωμος
- -η, -οκοντούλης, κοντός άνθρωπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοντόσωμος — η, ο κοντός στο ανάστημα, μικρόσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + σωμος (< σώμα), πρβλ. μεγαλό σωμος, μικρό σωμος] … Dictionary of Greek
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek
κοντούλικος — η, ο [κοντούλης] κοντούλης, κοντούτσικος, κάπως κοντόσωμος … Dictionary of Greek
πυγμαίος — α, ο / πυγμαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει μέγεθος πυγμής, σπιθαμιαίος, κοντορεβιθούλης, νάνος 2. κοντόσωμος, μικρόσωμος νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Πυγμαίοι κάθε ανθρώπινη ομάδα τής οποίας οι ενήλικοι άνδρες φθάνουν σε ύψος… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
Ζακχαίος — ο 1. μικρόσωμος Ιουδαίος τελώνης, που έζησε την εποχή του Χριστού. 2. (ως προσηγορ. όνομα), άνθρωπος κοντόσωμος, κοντοπίθαρος, κοντορεβιθούλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραχύκορμος — η, ο αυτός που έχει κοντό κορμό, κοντόσωμος: Οι θάμνοι είναι συνήθως βραχύκορμοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραχύσωμος — η, ο κοντόσωμος, κοντός: Τα σκοτσέζικα πόνι είναι βραχύσωμα άλογα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζουμπάς — ο (λ. τουρκ.) 1. εργαλείο που μ αυτό ανοίγουν τρύπες. 2. κοντόσωμος άνθρωπος: Ήταν κοντός, γι αυτό τον έλεγαν ζουμπά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοντακιανός — ή, ό αυτός που έχει κοντό ανάστημα, κοντόσωμος, κοντούτσικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)